- παντρ(ε)ιά
- η бракосочетание; женитьба; замужество;
κόρη της παντρ(ε)ιας — дочь на выданье;
§ με το ζόρι παντρ(ε)ιά — насильно, принудительным путём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόρη της παντρ(ε)ιας — дочь на выданье;
§ με το ζόρι παντρ(ε)ιά — насильно, принудительным путём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προξενεύω — Ν 1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («τού προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι») 2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ εύω] … Dictionary of Greek